Αντιμέτωπη με σοβαρά προβλήματα βρίσκεται η αγορά ηλεκτρικών εγκαταστάσεων στη χώρα μας, αφού από τη μία υπάρχει σοβαρή έλλειψη σε ηλεκτρολόγους και από την άλλη ανεπαρκής κατάρτιση ή ακόμη και μη πιστοποίηση σε επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο.
Την ίδια στιγμή, το μεγαλύτερο μέρος των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων θεωρούνται «γερασμένες», καθώς από τις περίπου 7 εκατ., πάνω από το 90% χρονολογείται πριν από το 1990, σε μία εποχή χωρίς ενιαία πρότυπα ασφάλειας.
Σε αυτά τα κτήρια απαιτείται άμεσα αναβάθμιση, όμως η έλλειψη εξειδικευμένων τεχνικών κάνει τη διαδικασία δύσκολη και αργή. Η ζήτηση υπερβαίνει την προσφορά και αυτό είναι ίσως το σοβαρότερο «καμπανάκι» για τον κλάδο.
Σχολές κλείνουν, βιβλία της δεκαετίας του ’80 διδάσκονται ακόμη
Στο πρόβλημα της έλλειψης εργατικού δυναμικού αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, την περασμένη Τετάρτη, ο Δρ. Βασίλης Χατζίκος, Πρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Τεχνολογίας Ηλεκτρικών Εγκαταστάσεων (ΕΛΙΤΗΕ), σε εκδήλωση για την παρουσίαση σχετικής έρευνας του ΙΟΒΕ.
Σύμφωνα με όσα ανέφερε κ. Χατζίκος, ενώ διεθνώς η τεχνητή νοημοσύνη ενισχύει τα χειρωνακτικά επαγγέλματα, στην Ελλάδα έχουν μπει λουκέτα σε πολλές από τις τεχνικές σχολές που τροφοδοτούσαν την αγορά με νέους ηλεκτρολόγους.
Παράλληλα, η κατάρτιση σε ΕΠΑΛ, ΙΕΚ και ΣΑΕΚ παραμένει παρωχημένη με βιβλία της δεκαετίας του 1980, που δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της σύγχρονης αγοράς.
Όπως αναφέρεται στην ανάλυση του ΙΟΒΕ «εάν το προσωπικό δεν διαθέτει τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες, τότε καμία επένδυση σε υποδομές ή τεχνολογίες δεν μπορεί να αποδώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα».
Πάντως, όπως είπε ο κ. Χατζίκος, η ΕΛΙΤΗΕ έχει ξεκινήσει συζητήσεις με το Υπουργείο Παιδείας προκειμένου να γίνουν βελτιώσεις στην τεχνική εκπαίδευση και να ευθυγραμμιστεί με τις σύγχρονες απαιτήσεις του κλάδου.
Παράνομες υπηρεσίες και μη πιστοποιημένα προϊόντα
Προκλήσεις για τον τομέα των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων αποτελούν και η έλλειψη ουσιαστικών ελέγχων και η ανεπαρκής εποπτεία της αγοράς, οι οποίες έχουν άμεση επίδραση τόσο στην ασφάλεια όσο και στην αξιοπιστία των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα είναι η παράνομη δραστηριότητα ατόμων που παρέχουν ηλεκτρολογικές υπηρεσίες χωρίς επαγγελματική άδεια ή πιστοποίηση.
Οι άνθρωποι αυτοί συχνά προσελκύουν πελάτες προσφέροντας χαμηλότερες τιμές, όμως το γεγονός ότι στερούνται της κατάλληλης εκπαίδευσης και της απαραίτητης γνώσης των κανονισμών εγκυμονεί σημαντικούς κινδύνους για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων.
Μάλιστα, η απουσία συστηματικών ελέγχων διευκολύνει την εξάπλωση αυτής της ανεπίσημης εργασίας, οδηγώντας σε αθέμιτο ανταγωνισμό εις βάρος των νόμιμων και πιστοποιημένων επαγγελματιών.
Επιπλέον, το φαινόμενο αυτό συντελεί στη δημιουργία μιας αγοράς που βασίζεται κυρίως στο χαμηλό κόστος και όχι στην ποιότητα, με συνέπεια οι χρήστες να καταλήγουν με πρόχειρες ή επικίνδυνες εγκαταστάσεις που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή τους ή να προκαλέσουν σοβαρές υλικές ζημιές.
Ενδεικτικά, 4 στους 10 ηλεκτρολόγους δεν γνωρίζουν επαρκώς τις διαδικασίες κρατικού ελέγχου, ενώ πολλοί δηλώνουν ότι συχνά δέχονται πίεση να χρησιμοποιήσουν μη πιστοποιημένα υλικά.
Ποιες είναι οι προτάσεις της αγοράς
Σχετικά με το τι πρέπει να αλλάξει, η ανάλυση του ΙΟΒΕ για λογαριασμό της ΕΛΙΤΗΕ τονίζει ότι τα υφιστάμενα προγράμματα των σχολών πρέπει να ανανεωθούν ώστε να αντανακλούν την πραγματικότητα της αγοράς εργασίας.
Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ενσωματωθούν θεματικές ενότητες που σχετίζονται με τα «έξυπνα» δίκτυα, τους σταθμούς φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων, τα φωτοβολταϊκά συστήματα, την αποθήκευση ενέργειας και τις τεχνολογίες Διαδικτύου των Πραγμάτων (IoT).
Παράλληλα, απαιτείται συστηματική εκπαίδευση στα ευρωπαϊκά και εθνικά πρότυπα, όπως τα ΕΛΟΤ HD 384 και ΕΛΟΤ 60364, ώστε οι νέοι επαγγελματίες να εισέρχονται στην αγορά με επαρκή κατανόηση του κανονιστικού πλαισίου και των απαιτήσεων ασφάλειας.
Σύμφωνα με την έρευνα, η ενσωμάτωση πρακτικής άσκησης σε κάθε στάδιο εκπαίδευσης, από την αρχική φοίτηση έως τα προγράμματα μετεκπαίδευσης, είναι εξίσου σημαντική, διότι μόνο μέσα από την πρακτική εφαρμογή μπορεί να εμπεδωθεί πραγματικά η θεωρητική γνώση.
Όπως επισημαίνεται, χωρίς την ύπαρξη οικονομικών κινήτρων, πολλές μικρές επιχειρήσεις δεν έχουν τη δυνατότητα να επενδύσουν σε συνεχή εκπαίδευση του προσωπικού τους, με αποτέλεσμα να μένουν πίσω σε σχέση με τις τεχνολογικές εξελίξεις. Η επιδότηση εξειδικευμένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων μέσω ΕΣΠΑ, ΔΥΠΑ και περιφερειακών προγραμμάτων μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός αναβάθμισης.
Επιπλέον, η συνεργασία εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας πρέπει να αποτελέσει βασική στρατηγική επιλογή. Η καθιέρωση προγραμμάτων μαθητείας και πρακτικής άσκησης σε συνεργασία με επαγγελματικές ενώσεις, όπως η ΕΛΙΤΗΕ, αλλά και με εργοδότες του κλάδου, θα ενισχύσει την απασχολησιμότητα των αποφοίτων.
Τέλος, η συμμετοχή εργοδοτών στη διαμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών, μέσω θεσμικών μηχανισμών εκπροσώπησης, διασφαλίζει ότι η εκπαίδευση θα ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες της αγοράς.