Μπροστά σε μια πρόκληση ιστορικών διαστάσεων φέρνει την ελληνική εξωτερική πολιτική ο διαφαινόμενος τερματισμός του πολέμου στην Ουκρανία και η άνοδος Τραμπ στην εξουσία, που θέτει υπό αμφισβήτηση τη συνοχή της Ατλαντικής Συμμαχίας και υποχρεώνει την Ευρώπη να αναλάβει την κύρια ευθύνη για την ασφάλειά της έναντι της ρωσικής απειλής.
Στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται, η Τουρκία, αξιοποιώντας την ισχύ των ενόπλων δυνάμεών της και μια αμυντική βιομηχανία σε μεγάλη άνθηση, διεκδικεί με αξιώσεις κεντρική θέση στη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας, η οποία φαίνεται ότι θα οικοδομηθεί σε μεγάλο βαθμό εκτός του θεσμικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης -όπου η Ελλάδα έχει λόγο και δικαίωμα βέτο.
Οικοδομείται ήδη με όρους «συμμαχίας προθύμων», δηλαδή των χωρών που δηλώνουν έτοιμες να στείλουν ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις σε ειρηνευτική αποστολή στην Ουκρανία. Σε αυτό το πλαίσιο, όποιος έχει μεγάλο στρατό και διάθεση για ανάληψη ρίσκου έχει και το πολιτικό πλεονέκτημα.
Η δεύτερη σύνοδος υπό τον Κιρ Στάρμερ
Οι διεργασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη το τελευταίο διάστημα και εξελίσσονται με μεγάλη ταχύτητα από τη στιγμή που ο Τραμπ «άδειασε» ευθέως την Ουκρανία και την Ευρώπη, συμπλέοντας ωμά με τον Πούτιν, παρέχουν πολλές ενδείξεις ότι η Τουρκία προορίζεται να πάρει κεντρικό ρόλο στη «συμμαχία προθύμων» για την ειρήνευση στην Ουκρανία, ενώ η Ελλάδα παραγκωνίζεται, πιθανότατα όχι με πρωτοβουλία μεγάλων δυνάμεων της Δύσης, αλλά επειδή η κυβέρνηση δεν δείχνει... πρόθυμη.
Αυτό αναμένεται να επιβεβαιωθεί και το Σάββατο, που είναι προγραμματισμένη η δεύτερη σύνοδος κορυφής της συμμαχίας των προθύμων, την οποία οργανώνει ο Βρετανός πρωθυπουργός, Κιρ Στάρμερ και θα γίνει μέσω τηλεδιάσκεψης. Όλα δείχνουν ότι και σε αυτή τη σύνοδο δεν θα υπάρχει ελληνική συμμετοχή.
Στην πρώτη σύνοδο κορυφής που έγινε στο Λονδίνο, στον απόηχο της δραματικής σύγκρουσης του Ζελένσκι με τον Τραμπ και τον Βανς στον Λευκό Οίκο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν προσκλήθηκε, όπως δεν είχε προσκληθεί, νωρίτερα, στη βιαστική σύνοδο που οργάνωσε στο Παρίσι ο Μακρόν. Αντίθετα, ο Ερντογάν έλαβε πρόσκληση και εκπροσωπήθηκε στο Λονδίνο από τον υπουργό Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αποφύγει οποιαδήποτε δημόσια τοποθέτηση για το ενδεχόμενο να στείλει η Ελλάδα στρατιωτική δύναμη στην Ουκρανία. Άλλωστε, πρόκειται για ένα θέμα - ταμπού στην Ελλάδα. Η χώρα μας μπορεί να έχει έναν από τους πιο ετοιμοπόλεμους στρατούς στο NATO, αλλά δεν υπάρχει ευρεία πολιτική συναίνεση για να τον χρησιμοποιεί σε σημαντικές διεθνείς αποστολές. Ακόμη και η σχετικά περιορισμένη αποστολή στρατιωτικής βοήθειας από την Ελλάδα στην Ουκρανία είχε προκαλέσει ισχυρές αντιδράσεις από πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς και της άκρας δεξιάς.
Από τη μεθοδολογία που ακολούθησε η βρετανική διπλωματία, για να οργανώσει τη σύνοδο κορυφής στο Λονδίνο για την επόμενη ημέρα του πολέμου στην Ουκρανία, το προφανές συμπέρασμα είναι ότι η Ελλάδα δεν έλαβε πρόσκληση επειδή δεν θέλησε να ενταχθεί στη συμμαχία των χωρών που είναι πρόθυμες να στείλουν στρατό στην Ουκρανία για την τήρηση μιας ειρηνευτικής συμφωνίας.
Οι Βρετανοί, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, βολιδοσκόπησαν τις χώρες του NATO με υπολογίσιμη στρατιωτική ισχύ και απηύθυναν προσκλήσεις μόνο σε όσες δήλωσαν την πρόθεσή τους να στείλουν στρατό στην Ουκρανία. Πιθανότατα, αν και η ελληνική κυβέρνηση είχε δηλώσει τέτοια πρόθεση, θα είχε προσκληθεί στο Λονδίνο ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Από τις πληροφορίες που έχουν διαρρεύσει από το Λονδίνο και το Παρίσι, που ηγούνται της προσπάθειας να διαμορφωθεί η «συμμαχία προθύμων» φαίνεται, άλλωστε, ότι σχεδιάζεται η δημιουργία μιας ειρηνευτικής δύναμης που δεν θα παίζει ρόλο παρατηρητή και διαιτητή, ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, αλλά θα πρόκειται για μια δύναμη αρκετών δεκάδων χιλιάδων ανδρών και με βαρύ οπλισμό, που θα είναι σε θέση να αντιτάξει επαρκή ισχύ σε ενδεχόμενη επιθετική κίνηση των Ρώσων.
Αυτό αυξάνει, ασφαλώς, το ρίσκο συμμετοχής ελληνικών δυνάμεων, τη στιγμή που δεν φαίνεται να υπάρχει αρκετή πολιτική και κοινωνική αποδοχή της ανάγκης να αναλάβει η χώρα τον κίνδυνο αυτής της διεθνούς αποστολής. Ουδείς, άλλωστε, έχει αναλάβει να εξηγήσει στους πολίτες πόσο θα υποβαθμισθεί η γεωπολιτική θέση της χώρας αν μείνει εκτός της συμμαχίας των προθύμων και πόσο θα αναβαθμίσει τη δική της θέση η Τουρκία, ειδικά αν αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ειρηνευτική δύναμη.
Ήδη μια ένδειξη αυτής της γεωπολιτικής υποβάθμισης ίσως αποτελεί η απόφαση της κυβέρνησης να «παγώσει» τις έρευνες σε διεθνή ύδατα για την πόντιση του καλωδίου για την ενεργειακή διασύνδεση με την Κύπρο. Η ελληνική διπλωματία διαχειρίσθηκε «βουβά» το θέμα, παρότι είναι σταθερή θέση της χώρας ότι το τουρκολιβυκό μνημόνιο που επικαλούνται οι Τούρκοι είναι παράνομο, αποφεύγοντας να προσφύγει στις Βρυξέλλες ή ακόμη και στην Ουάσιγκτον για να ενισχύσει τη διαπραγματευτική της θέση και να πιέσει την Τουρκία να υποχωρήσει.
Αυτή η αδρανής στάση δεν έχει εξηγηθεί από το υπουργείο Εξωτερικών, όμως πιθανότατα συνδέεται με την έλλειψη διάθεσης διεθνών παραγόντων να ασχοληθούν με το θέμα, όταν η Τουρκία προορίζεται να παίξει κεντρικό ρόλο στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας.
Μάλιστα, ορισμένες πληροφορίες αναφέρουν ότι συζητείται ακόμη και η ανάληψη της ηγεσίας της ειρηνευτικής δύναμης από την Τουρκία, όχι μόνο γιατί θα είναι σε θέση να διαθέσει τη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη, αλλά και επειδή είναι η μοναδική χώρα του NATO που έχει διατηρήσει διαύλους επικοινωνίας με τη Ρωσία καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου, προσφέροντας και πολύτιμη εξυπηρέτηση -με το αζημίωτο...- στον Πούτιν, για να ξεπερνά τις διεθνείς κυρώσεις.
Ο ρόλος της αμυντικής βιομηχανίας
Η Ελλάδα δεν έχει μόνο πολιτικό - στρατιωτικό μειονέκτημα έναντι της Τουρκίας, επειδή αγκυλώσεις άλλων εποχών εμποδίζουν την κυβέρνηση να πάρει ουσιαστικό ρόλο στην ειρηνευτική δύναμη. Βρίσκεται, επίσης, σε μειονεκτική θέση, επειδή διαχρονικά οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας έχουν «καταφέρει», ενώ διατίθενται τεράστια ποσά για τις αμυντικές δαπάνες (από τα μεγαλύτερα στο NATO σε σχέση με το ΑΕΠ), να κατευθύνονται οι περισσότεροι πόροι σε αγορές οπλικών συστημάτων «από το ράφι» της δυτικής βιομηχανίας, με την αμυντική βιομηχανία της χώρας να λειτουργεί υποτυπωδώς.
Η παρουσία του αναποτελεσματικού και πελατειακού κράτους στις μεγαλύτερες αμυντικές βιομηχανίες της χώρας, από τα ναυπηγεία και την ΕΑΒ, ως τη βιομηχανία πυρομαχικών (Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα), η χρήση των αντισταθμιστικών προγραμμάτων με λογικές διασπάθισης χρήματος, η έλλειψη αναθέσεων προμηθειών σε ελληνικές εταιρείες, μεμονωμένα ή σε συνεργασία με ξένες και, βεβαίως, η καχεξία των εξοπλιστικών δαπανών τη δεκαετία της μεγάλης κρίσης έχουν μετατρέψει την αμυντική βιομηχανία σε «φάντασμα» -ορισμένες ιδιωτικές προσπάθειες, όσο επιτυχημένες και αν είναι, δεν αλλάζουν τη γενική εικόνα.
Όπως όλα δείχνουν, η Ελλάδα θα πληρώσει βαρύ τίμημα για την υποβάθμιση της αμυντικής βιομηχανίας που έχει συντελεστεί εδώ και δεκαετίες. Σε μια εποχή όπου έχει φανεί πόσο απαραίτητη είναι η σχετική αυτοτέλεια των χωρών στους αμυντικούς εξοπλισμούς και με τη χώρα να βρίσκεται υπό διαρκή απειλή, βασικές εργασίες (όπως η συντήρηση των μεταγωγικών C-130) πρέπει να γίνονται στο εξωτερικό, ενώ είναι πολύ αμφίβολο αν τα ΕΑΣ μπορούν να καλύψουν πλήρως τις ανάγκες για πυρομαχικά των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων -η δε συμμετοχή τους σε ευρωπαϊκό πρόγραμμα παραγωγής πυρομαχικών για την Ουκρανία, παρότι εγκρίθηκε μεγάλη χρηματοδότηση, παραμένει σε τέλμα.
Χωρίς μια αμυντική βιομηχανία με στιβαρή παραγωγική βάση, η Ελλάδα κινδυνεύει να αποσπάσει ελάχιστα οφέλη από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα ReArm EU, που θα περιλαμβάνει φθηνές χρηματοδοτήσεις 150 δισ. ευρώ. Την ίδια στιγμή, η Τουρκία, παρότι δεν είναι καν μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, φαίνεται ότι έχει βρει τη φόρμουλα για να αποσπάσει χρηματοδοτήσεις.
Η Baykar, που λειτουργεί σαν εθνικός γίγαντας της αμυντικής βιομηχανίας της Τουρκίας, αν και ελέγχεται ιδιωτικά από τον γαμπρό του Ερντογάν, έχει πάρει ήδη θέση στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, με δύο στρατηγικές κινήσεις στην Ιταλία. Εξαγόρασε τον Δεκέμβριο την προβληματική, ιταλική Piaggio Aerospace, που μπορεί να προσφέρει τεχνογνωσία και παραγωγική βάση για κινητήρες drones, ενώ πρόσφατα συνήψε συνεργασία με την, επίσης ιταλική, Leonardo (ελικόπτερα), με στόχο πάλι την παραγωγή μη επανδρωμένων αεροσκαφών, που αποτελούν βασικό στόχο της ευρωπαϊκής πολιτικής, μετά τα διδάγματα που αντλήθηκαν από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Μετά τη σύγκρουση με τους Αμερικανούς, που άρχισε από το «μπλόκο» του Ομπάμα στην πώληση αντιαεροπορικών συστημάτων Patriot και κλιμακώθηκε όταν η Άγκυρα αγόρασε το ρωσικό S-400, με αποτέλεσμα να αποβληθεί από το πρόγραμμα για τα F-35, η Τουρκία έχει σταθερό προσανατολισμό στην κατάκτηση της αυτονομίας της στους εξοπλισμούς και έχει οικοδομήσει μια βιομηχανία που ζηλεύουν ακόμη και ευρωπαϊκές χώρες, καθώς καλύπτει από τα πυρομαχικά, και τη ναυπήγηση πολεμικών σκαφών, μέχρι, βεβαίως, τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Οι Τούρκοι βρίσκονται κοντά και στην παραγωγή εθνικού μαχητικού αεροσκάφους πέμπτης γενιάς και θα το καταφέρουν αν λύσουν το πρόβλημα της έλλειψης κινητήρα με κάποια διεθνή συνεργασία.
Το σύμπλεγμα αμυντικής βιομηχανίας της Τουρκίας αριθμεί σήμερα περίπου 3.500 επιχειρήσεις, ενώ το 2024 πέτυχε εξαγωγές αξίας 7,154 δισ. δολ., αυξημένες κατά 30% σε σχέση με το 2023. Ακόμη πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι σε σύγκριση με το 2010 οι εξαγωγές έχουν αυξηθεί περισσότερες από οκτώ φορές, καθώς τότε ανέρχονταν σε 854 εκατ. δολ. Μεγάλο μέρος των εξαγωγών κατευθύνονται σε χώρες της Ευρώπης, ενώ σημαντικός σταθμός για τις εξαγωγές σε χώρες του NATO ήταν το συμβόλαιο του Δεκεμβρίου 2024 με την Πορτογαλία για δύο υποστηρικτικά πλοία του πολεμικού στόλου.
Οι εξαγωγές της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας

Για μια σοκαρισμένη Ευρώπη από τον πόλεμο στην Ουκρανία και την εγκατάλειψη της ασφάλειάς της από τους Αμερικανούς, για μια Ευρώπη που έχει μεν αμυντικές βιομηχανίες υψηλού επιπέδου, αλλά με ασθενή παραγωγική βάση, η Τουρκία προβάλλει ως ένας σημαντικός εταίρος, τώρα που προέχει ο γρήγορος επανεξοπλισμός της γηραιάς ηπείρου.
Αντίθετα, η Ελλάδα υπάρχει στον χάρτη μόνο ως πελάτης ευρωπαϊκών βιομηχανιών, αλλά είναι ουσιαστικά απούσα ως παραγωγός οπλικών συστημάτων, κάτι που μπορεί να αντιμετωπισθεί, ίσως, με το νέο 12ετές εξοπλιστικό πρόγραμμα, που θα παρουσιάσει το επόμενο διάστημα η κυβέρνηση. Όμως, αυτό θα γίνει σε βάθος χρόνου και χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα άμεσης ανταπόκρισης στις ανάγκες των καιρών.
Η Τουρκία έγινε περιζήτητη
Η γεωπολιτική αναβάθμιση της Τουρκίας, που είναι άκρως επικίνδυνη για τα εθνικά μας θέματα, έχει περάσει εντελώς απαρατήρητη στην εγχώρια, δημόσια συζήτηση και ο μέσος πολίτης πιθανότατα αδυνατεί να αντιληφθεί την ταχύτητα και τη σημασία των εξελίξεων.
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Αντόνιο Κόστα, έπλεξε το εγκώμιο της Τουρκίας μετά την τελευταία σύνοδο κορυφής για την άμυνα, ξεχνώντας εντελώς το... λερωμένο ποινικό μητρώο της (κατέχει στρατιωτικά έδαφος της Κύπρου, απειλεί την Ελλάδα με πόλεμο κ.ο.κ.). Χαρακτήρισε την Τουρκία «στρατηγικό εταίρο της ΕΕ, υποψηφία για ένταξη χώρα και σύμμαχο στο ΝΑΤΟ», υπογραμμίζοντας ότι «είναι παγκόσμιος και περιφερειακός παράγοντας».
Εξάλλου, είναι σημαντικό να δει κανείς πώς αντιμετωπίζουν κορυφαίοι δυτικοί αναλυτές την Άγκυρα και τον ρόλο που μπορεί να παίξει στη νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας της Ευρώπης. Σε ένα ενδιαφέρον -αν και δυσάρεστο για έναν Έλληνα...- άρθρο του στην ιστοσελίδα του think tank, Center for European Policy Analysis (CEPA), ο γνωστός αναλυτής, Τίμοθι Ας τόνισε ότι η Ευρώπη «είναι αντιμέτωπη με μια πιθανή υπαρξιακή πρόκληση στον τομέα της ασφάλειας, και πρέπει να θέσει γρήγορα ερωτήματα και να βρει άμεσες λύσεις. Μπορεί να μην είναι του γούστου όλων, δεδομένης της ιστορίας των προβληματικών σχέσεων, αλλά η ήπειρος έχει μια προφανή λύση που την κοιτάζει κατάματα: την Τουρκία».
Όπως εξηγεί ο Τίμοθι Ας,
- Η Τουρκία έχει τη μεγαλύτερη χερσαία δύναμη του ευρωπαϊκού ΝΑΤΟ, με σχεδόν 400.000 άνδρες και διπλάσια όταν περιλαμβάνονται οι εφεδρείες. Διαθέτει πάνω από 2.000 άρματα μάχης, σχεδόν τα μισά από αυτά του ευρωπαϊκού ΝΑΤΟ, ενώ οι ναυτικές δυνάμεις της έχουν κρίσιμο έλεγχο και επιρροή στις θαλάσσιες οδούς της Μαύρης Θάλασσας. Με την Ευρώπη να αγωνίζεται να δημιουργήσει μια ειρηνευτική δύναμη για την Ουκρανία ίσως 20.000 - 30.000 ανδρών, μόνο η Τουρκία έχει τη δυνατότητα να προσφέρει κάτι αποτελεσματικό, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.
- Υπάρχουν ορισμένες θετικές ενδείξεις. Η εδραιωμένη ευρωπαϊκή καχυποψία για την Τουρκία παραμερίστηκε όταν ζητήθηκε από τον υπουργό Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν να παραστεί στη σύνοδο κορυφής για την ασφάλεια της Ουκρανίας στις 2 Μαρτίου στο Lancaster House στο Λονδίνο.
- Αλλά είναι στην αμυντική βιομηχανική παραγωγή που η Άγκυρα μπορεί να κάνει ακόμη μεγαλύτερη διαφορά. Η Ευρώπη δηλώνει τώρα ανοιχτά ότι πρέπει να αυξήσει την εγχώρια στρατιωτική βιομηχανική παραγωγή, αλλά αναγνωρίζει ότι αυτό θα χρειαστεί μερικά χρόνια για να αποφέρει καρπούς.
- Δεδομένων των κινήτρων που μπορεί να παράσχει η Ευρώπη, η Τουρκία θα είχε κάθε λόγο να συνεργαστεί, πολύ περισσότερο που έχει αμυντικές δυνατότητες σήμερα, τις οποίες η Ευρώπη δεν θα έχει μέχρι αύριο. Η Τουρκία μπορεί να προσφέρει προσωρινές λύσεις. Διαθέτει έναν τεράστιο και αποτελεσματικό μεταποιητικό τομέα με πραγματικά πλεονεκτήματα στην αμυντική παραγωγή. Έχει την ικανότητα να παράγει άρματα μάχης, οχήματα μάχης πεζικού και πυρομαχικά -συμπεριλαμβανομένων βλημάτων πυροβολικού 155 χιλιοστών- σε μεγάλη κλίμακα.
- Η χώρα διαθέτει επίσης προηγμένες και όλο και πιο ζωτικές στρατιωτικές τεχνολογίες - συμπεριλαμβανομένων των παγκόσμιας εμβέλειας δυνατοτήτων στα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, όπου έχει κενό το αμυντικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα της Ευρώπης. Αυτή η ικανότητα παρουσιάστηκε στις πρώτες ημέρες της σύγκρουσης στην Ουκρανία, όπου τα τουρκικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη Bayraktar αποδείχθηκαν θανάσιμα αποτελεσματικά στη μάχη για το Κίεβο, βοηθώντας να συγκρατηθούν φάλαγγες ρωσικών αρμάτων μάχης.
- Τι θα ζητούσε η Τουρκία σε αντάλλαγμα; Λαχταρά τη συνεργασία και ιδιαίτερα την ανταλλαγή τεχνολογίας, η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει καλά και για τα δύο μέρη. Αυτό θα έφερνε ένα κοινό καλό όσον αφορά την ενίσχυση της ασφάλειας για ολόκληρη την ήπειρο.