Το μεγαλύτερο κόστος στέγασης έχει η Ελλάδα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση, επιβεβαιώνοντας πως η στεγαστική κρίση είναι πιο αληθινή από ποτέ. Την ίδια στιγμή που οι τιμές των κατοικιών ολο και αυξάνονται, χωρίς να παρουσιάζουν σημάδια κόπωσης, το πραγματικό εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών μειώνεται και το στεγαστικό κόστος γίνεται βραχνάς για τον μέσο πολίτη.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2024 τα ελληνικά νοικοκυριά δαπάνησαν το 36% του εισοδήματός τους για να καλύψουν το στεγαστικό κόστος, το μεγαλύτερο ποσοστό ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ, την στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος βρίσκεται μόλις στο 19,2%. Παράλληλα, το χάσμα με τη χώρα της δεύτερης θέσης είναι επίσης μεγάλο, αφού στη Δανία οι πολίτες δαπανούν το 26% του εισοδήματός τους για το κόστος στέγης.
Ακόμα πιο ευάλωτοι είναι οι πολίτες με εισόδημα χαμηλότερο από το 60% του εθνικού μέσου όρου, οι οποίοι χρειάζεται να αφιερώσουν το 62,8% των εσόδων τους στη στέγη, υπογραμμίζοντας το πόσο ευάλωτοι είναι στον κίνδυνο φτώχειας.
Όσον αφορά στο μέτωπο του ενοικίου, ένας στους τρεις Έλληνες ενοικιαστές δαπανά πάνω από το 40% του μηνιαίου εισοδήματός του για να κρατήσει ένα σπίτι, καταγράφοντας το υψηλότερο ποσοστό στεγαστικής επιβάρυνσης στην ΕΕ, το οποίοι βρίσκεται σχεδόν τρεις φορές πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Το πρόβλημα αντικατοπτρίζεται και στις ληξιπρόθεσμες οφειλές, με την Ελλάδα να βρίσκεται στην κορυφή μεταξύ των χωρών της ΕΕ ως προς το ποσοστό νοικοκυριών που καθυστερεί να πληρώσει ενοίκια, υποθήκες ή λογαριασμούς κοινής ωφέλειας. Αν και στην ΕΕ ο μέσος όρος είναι στο 9%, στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό βρίσκεται στο 43%, ακολουθούμενη από τη Βουλγαρία με 19% και τη Ρουμανία με 15%.
Τα στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδος επιβεβαιώνουν το οξυμένο αυτό πρόβλημα, καθώς το τρίτο τρίμηνο του 2025 οι τιμές των διαμερισμάτων για το σύνολο της χώρας αυξήθηκε κατά 7,7% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο.
Μάλιστα, οι τιμές για τα νέα διαμερίσματα αυξήθηκαν κατά 6,6% το τρίτο τρίμηνο του 2025, ωστόσο για τα παλιά σπίτια ανέβηκαν κατά 8,5%, μια αύξηση που τροφοδοτήθηκε εν μέρει από τα κριτήρια επιλεξιμότητας για το επιδοτούμενο πρόγραμμα «Σπίτι μου 2».
Όσον αφορά στο σύνολο του 2024, οι τιμές των διαμερισμάτων αυξήθηκαν κατά 9,1%, σε αντίθεση με το 13,9% του 2023. Παρότι ο ρυθμός αύξησης είναι χαμηλότερος, το πλήγμα για τα ελληνικά νοικοκυριά παραμένει μεγάλο, συχνά αβάσταχτο.
Η κρίση στέγης τροφοδοτείται και από τον μειωμένο αριθμό ανέγερσης νέων κατοικιών, περιορίζοντας την προσφορά σε μια ήδη «σφιχτή» αγορά. Τα στοιχεία της Eurostat να αποκαλύπτουν πως στην Ελλάδα κατασκευάζεται μόλις μια νέα κατοικία ανά 1.000 κατοίκους, ποσοστό που επίσης αποτελεί το χαμηλότερο στην ΕΕ. Την ίδια στιγμή, μέχρι πρόσφατα υπήρχε μηδενική μέριμνα για κοινωνικές κατοικίες, γεγονός που αναμένεται να ανατραπεί με τη θέσπιση της Κοινωνικής Αντιπαροχής.
Παρά τα μέτρα που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση για να πολεμήσει το στεγαστικό, η Ελλάδα βρίσκεται σε πολύ πιο δυσμενή θέση συγκριτικά με τους «γείτονές», οι οποίοι έχουν δείξει πιο γρήγορη ανταπόκριση στο πρόβλημα.
Περιορισμένο το εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών
Στο μεταξύ, το πραγματικό εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών κινείται με δυσανάλογους ρυθμούς, αφού τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ αποκαλύπτουν πως το ονομαστικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 0,7% το α΄ τρίμηνο του 2025 σε ετήσια βάση, όμως το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε κατά 3,3%, ως αποτέλεσμα του πληθωρισμού.
Σε αυτήν τη συνθήκη, οι Ελληνες πολίτες καλούνται να διαθέτουν το 35,5% του εισοδήματός τους στη στέγαση, αποτέλεσμα της αύξησης των τιμών των κατοικιών και των ενοικίων τους, σε συνδυασμό με τη φορολογική επιβάρυνση των ακινήτων και το αυξημένο λειτουργικό κόστος τους.
Να σημειωθεί πως για το 2023, ο λόγος του κόστους στέγασης προς το διαθέσιμο εισόδημα της Ευρώπης βρισκόταν μόλις στο 19,7%.
Η έκθεση της ΤτΕ υπογραμμίζει πως είναι απαραίτητη η ενίσχυση και επιτάχυνση της εφαρμογής μέτρων για τον περιορισμό του στεγαστικού προβλήματος και των οικονομικών δυσχερειών που μπορεί να προκαλέσει στα νοικοκυριά, με βασικά εργαλεία την αύξηση και αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος και τη βελτίωση των όρων πρόσβασης στην αγορά κατοικίας.