Στο επίκεντρο της συζήτησης βρέθηκε το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Υγείας, με τίτλο «Ρυθμίσεις για την ενίσχυση της δημόσιας υγείας και την αναβάθμιση των υπηρεσιών υγείας», το οποίο παρουσιάστηκε στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή.
Σύμφωνα με τον υπουργό Υγείας Άδωνι Γεωργιάδη, το βασικό όραμα της κυβέρνησης είναι η επίλυση προβλημάτων που διευκολύνουν την εργασία των επαγγελματιών υγείας και η αναβάθμιση του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ).
Το πολυδιάστατο αυτό νομοσχέδιο, που περιλαμβάνει 110 άρθρα, ρυθμίζει ζητήματα που αφορούν τη λειτουργία και στελέχωση του ΕΣΥ, την παρακολούθηση της φαρμακευτικής δαπάνης, τους εποπτευόμενους φορείς του υπουργείου, καθώς και τους επαγγελματικούς συλλόγους του κλάδου. Επίσης, επικαιροποιεί το πλαίσιο λειτουργίας για τις Μονάδες Ημερήσιας Νοσηλείας και τις ιδιωτικές κλινικές.
Απαντώντας στην κριτική της αντιπολίτευσης περί αποσπασματικών και πελατειακών διατάξεων, ο κ. Γεωργιάδης υπογράμμισε ότι το νομοσχέδιο δημιουργήθηκε μετά από πολυετείς διαβουλεύσεις με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Όπως σημείωσε, πολλές από τις ρυθμίσεις αποτελούν πάγια αιτήματα του κλάδου και χαρακτηρίζονται ως «αυτονόητες».
Μεταξύ των βασικών αλλαγών, δίνεται η δυνατότητα σε επικουρικούς γιατρούς, γιατρούς ΤΟΜΥ και Μονάδων Ψυχικής Υγείας να ασκούν ιδιωτικό έργο. Επιπλέον, προβλέπεται παράταση της παραμονής στο ΕΣΥ για γιατρούς που πλησιάζουν στη συνταξιοδότηση, προκειμένου να καλυφθούν άμεσες ανάγκες στα νοσοκομεία.
Επισημαίνεται και η δυνατότητα λειτουργίας εξωτερικών παραρτημάτων των νοσοκομείων του ΕΣΥ, με στόχο την αποσυμφόρηση των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, ειδικά κατά τις εφημερίες. Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση, τα εξωτερικά αυτά παραρτήματα θα διαχειρίζονται περιστατικά που δεν απαιτούν πλήρη νοσοκομειακή υποδομή.
Η εισηγήτρια της Νέας Δημοκρατίας, Τζίνα Οικονόμου, χαρακτήρισε το νομοσχέδιο ως εργαλείο που βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα και προηγούμενη εμπειρία. Τόνισε ότι η δυνατότητα άσκησης ιδιωτικού έργου αποτελεί σημαντικό κίνητρο παραμονής των ειδικευμένων γιατρών στο σύστημα, προσφέροντας τόσο οικονομικά όσο και επιστημονικά οφέλη.
Από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ, ο Ιωάννης Τσίμαρης έκανε λόγο για απουσία ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων, σημειώνοντας ότι οι ρυθμίσεις είναι κυρίως τεχνικές και διοικητικές. Εξέφρασε επιφυλάξεις για τη διαφάνεια στην αξιολόγηση και διαφώνησε με την επέκταση της άσκησης ιδιωτικού έργου, επικαλούμενος στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που δείχνουν υψηλό ποσοστό ιδιωτικών δαπανών υγείας στην Ελλάδα.
Ο ειδικός αγορητής του ΣΥΡΙΖΑ, Ανδρέας Παναγιωτόπουλος, υποστήριξε ότι το νομοσχέδιο εξυπηρετεί πελατειακές ανάγκες και οδηγεί σε απαξίωση του δημόσιου συστήματος υγείας. Τόνισε τη σημασία ενός ΕΣΥ με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση γιατρών και καλές αμοιβές, αντί για ένα σύστημα που λειτουργεί ως προθάλαμος για το ιδιωτικό ιατρείο.
Ο Γιώργος Λαμπρούλης του ΚΚΕ επεσήμανε ότι το νομοσχέδιο προωθεί την επιχειρηματική δράση στον τομέα της υγείας, με αξιολόγηση των νοσοκομείων βάσει κόστους-οφέλους και αύξησης εσόδων, αντί της κάλυψης των λαϊκών αναγκών. Εξέφρασε αντίθεση στην ταυτόχρονη απασχόληση γιατρών στον ιδιωτικό τομέα και κατήγγειλε γενίκευση ευέλικτων μορφών εργασίας.
Η ειδική αγορήτρια της Ελληνικής Λύσης, Μαρία Αθανασίου, υποστήριξε πως το νομοσχέδιο ενισχύει τη γραφειοκρατία και τον κομματικό έλεγχο, επιλέγοντας προσωρινές λύσεις αντί για οργανωμένο δημόσιο σύστημα υγείας.
Από τη Νέα Αριστερά, ο Οζγκιούρ Φερχάτ έκανε λόγο για νεοφιλελεύθερη πολιτική αποδόμηση του δημόσιου χαρακτήρα της υγείας, σημειώνοντας πως το ΕΣΥ μετατρέπεται σταδιακά σε ημιαγορά υπηρεσιών.
Η ειδική αγορήτρια της «Νίκης», Ασπασία Κουρουπάκη, ανέφερε ότι το νομοσχέδιο χαλαρώνει κανόνες και περιορίζει τη λογοδοσία, ενώ εξέφρασε ανησυχία για τις ρυθμίσεις που ωθούν ειδικευόμενους γιατρούς να συμπληρώνουν εισοδήματα εκτός δημοσίου.
Τέλος, ο Σπύρος Μπιμπίλας της Πλεύσης Ελευθερίας χαρακτήρισε το νομοσχέδιο ως δαιδαλώδες και αποσπασματικό, υποστηρίζοντας ότι δεν προσφέρει συγκροτημένο και υλοποιήσιμο σχεδιασμό για τη δημόσια υγεία.