Η αβεβαιότητα γύρω από την πολιτική σταθερότητα στη Γαλλία απειλεί της επιβράδυνση της ανάκαμψης της γαλλικής οικονομίας που μόλις είχε ξεκινήσει μετά την τελευταία πολιτική κρίση, και προκαλεί ανησυχία στις διεθνείς αγορές.
Η αιφνιδιαστική κίνηση του πρωθυπουργού Φρανσουά Μπαϊρού να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης στις 8 Σεπτεμβρίου, σε μια προσπάθεια να υπερασπιστεί το πρόγραμμα περικοπών ύψους 44 δισ. ευρώ, έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις και φόβους για κυβερνητική κατάρρευση.
Η κρίση στη Γαλλία έρχεται σε μια περίοδο που ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν προσπαθεί να διαδραματίσει διεθνή ρόλο ως «παγκόσμιος ηγέτης», είτε συζητώντας στο πλευρό του Ντόναλντ Τραμπ για συμφωνία σχετικά με την Ουκρανία είτε αναγνωρίζοντας το παλαιστινιακό κράτος. Ωστόσο, στο εσωτερικό, η οικονομική κατάσταση έχει επιδεινωθεί δραματικά.
Αναλυτές φοβούνται ότι η ενδεχόμενη πτώση της κυβέρνησης Μπαϊρού θα σηματοδοτήσει την τρίτη μεγάλη πολιτική κρίση στη Γαλλία μέσα σε εννέα μήνες, μετά τη διάλυση του κοινοβουλίου από τον Μακρόν το καλοκαίρι και την πτώση της κυβέρνησης Μπαρνιέ τον Δεκέμβριο.
Προβληματισμός σε Γαλλία και αγορές
Οι επιχειρήσεις, μπροστά στην αβεβαιότητα, παγώνουν τις προσλήψεις και αναβάλλουν νέες επενδύσεις, περιμένοντας να δουν ποια θα είναι η επόμενη μέρα. Όλα πλέον στρέφονται στην ψηφοφορία εμπιστοσύνης της 8ης Σεπτεμβρίου, που προκάλεσε ο πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού, καθώς η πιθανότητα ανατροπής της κυβέρνησης ανοίγει τον δρόμο σε ένα νέο κύμα αστάθειας.
Στελέχη της αγοράς εκτιμούν ότι πολλές εταιρείες θα προτιμήσουν να περιμένουν μέχρι να αποσαφηνιστεί το πλαίσιο του νέου προϋπολογισμού προτού δεσμευτούν για κινήσεις που θα καθορίσουν την πορεία τους.
«Η ορατότητα ήταν ήδη περιορισμένη λόγω των εμπορικών αβεβαιοτήτων και της αδύναμης ανάπτυξης, τώρα η εικόνα γίνεται ακόμη πιο θολή», σχολιάζουν αναλυτές, την ώρα που το κόστος δανεισμού ανεβαίνει.
Οι αποδόσεις των 10ετών ομολόγων της χώρας είναι τώρα από τις υψηλότερες στην ευρωζώνη, στο 3,5%, και έχουν αυξηθεί κατά περισσότερες από 30 μονάδες βάσης από τα τέλη Μαΐου. Αν και κανείς δεν μιλά για «στιγμή Λιζ Τρας» αντίστοιχη με εκείνη που κλόνισε το Ηνωμένο Βασίλειο, οι αγορές δείχνουν νευρικές και οι επενδυτές αναμένουν εξελίξεις.
Η αβεβαιότητα ενισχύεται από τον ήδη βεβαρημένο δημοσιονομικό ορίζοντα. Ο προϋπολογισμός που ψηφίστηκε τον Φεβρουάριο επέβαλε προσωρινούς φόρους στις μεγαλύτερες εταιρείες, ενώ τώρα αρκετά κόμματα ζητούν περαιτέρω επιβαρύνσεις. Η συζήτηση αυτή επισκιάζει και τη μεγάλη ετήσια συνάντηση της επιχειρηματικής ομοσπονδίας Medef στο Παρίσι, όπου η πολιτική κρίση μονοπωλεί το ενδιαφέρον.
Ο Μπαϊρού και μέλη της κυβέρνησης θα έχουν την ευκαιρία να ζητήσουν στήριξη, γνωρίζοντας όμως ότι ένα ενδεχόμενο «όχι» στη Βουλή θα ανοίξει τον δρόμο είτε για νέο πρωθυπουργό είτε για εκλογές. Σε κάθε περίπτωση, το δίλημμα για τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν είναι δύσκολο: μια νέα κάλπη θα μπορούσε να αποδυναμώσει περαιτέρω την ήδη εύθραυστη θέση του στην Εθνοσυνέλευση.
Οι συνέπειες μιας παρατεταμένης κρίσης θα είναι βαριές. Ένα παρατεταμένο πολιτικό κενό θα στερούσε φορολογικά έσοδα, περιπλέκοντας το έργο της δημοσιονομικής εξυγίανσης και υπονομεύοντας το σχέδιο του Μακρόν να στηρίξει την ανάπτυξη μέσω φιλοεπιχειρηματικών μεταρρυθμίσεων.
Ο υπουργός Οικονομικών Ερίκ Λομπάρ επιμένει ότι η χώρα παραμένει σε τροχιά για να πετύχει έλλειμμα 5,4% του ΑΕΠ και ανάπτυξη 0,7% φέτος, όμως οι φόβοι ότι η πολιτική κρίση μπορεί να κοστίσει δισεκατομμύρια είναι διάχυτοι. «Ποιος θα πληρώσει αυτή την κρίση; Όπως και πέρυσι, θα είναι ο γαλλικός λαός», τόνισε ο πρωθυπουργός, υπογραμμίζοντας πως οι επιπτώσεις στην οικονομία μπορεί να είναι ανυπολόγιστες.
Οι επενδυτές παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις, με τα γαλλικά και ευρωπαϊκά χρηματιστήρια να καταγράφουν πτώση.
Οι αναλυτές εκτιμούν ότι οι επενδυτές ανησυχούν για το ενδεχόμενο πολιτικής αστάθειας που θα μπορούσε να επηρεάσει όχι μόνο τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, αλλά και το σύνολο της ευρωπαϊκής αγοράς.
Η κίνηση Μπαϊρού και η τρύπα της γαλλικής οικονομίας
Η απόφαση του πρωθυπουργού Φρανσουά Μπαϊρού να προχωρήσει σε ψήφο εμπιστοσύνης έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. Σε ομιλία του προς τα μέλη της Εθνοσυνέλευσης, τόνισε: «Έχουμε δεκατρείς ημέρες για να επιλέξουμε ανάμεσα στο χάος και την υπευθυνότητα», στέλνοντας μήνυμα προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης ότι το διακύβευμα ξεπερνά τις κομματικές γραμμές.
Ωστόσο, τα αριστερά κόμματα, περιλαμβανομένου του Σοσιαλιστικού Κόμματος, καθώς και η ακροδεξιά Εθνική Συσπείρωση, ανακοίνωσαν ήδη ότι θα καταψηφίσουν την πρόταση εμπιστοσύνης.
Στο κέντρο της συζήτησης βρίσκεται το πακέτο περικοπών ύψους 44 δισ. ευρώ. Ο υπουργός Οικονομικών, Ερίκ Λομπάρντ, σε συνέντευξή του στο France Inter, υπογράμμισε: «Ο προϋπολογισμός του 2026 πρέπει να βασιστεί στην ισότητα. Το μερίδιο των πιο πλούσιων πρέπει, προφανώς, να είναι μεγαλύτερο, ώστε όλοι να βλέπουν ότι η προσπάθεια κατανέμεται δίκαια».
Παράλληλα, επεσήμανε ότι υπάρχουν περιθώρια διαπραγμάτευσης, κυρίως όσον αφορά τον τρόπο κατανομής των βαρών: «Υπάρχει προφανώς χώρος για διάλογο στη διανομή των προσπαθειών. Στόχος μας είναι να πείσουμε τους Σοσιαλιστές να μην ρίξουν την κυβέρνηση».
Ο Λομπάρντ ξεκαθάρισε, ωστόσο, ότι δεν θα υπάρξει υποχώρηση ως προς το συνολικό ύψος των περικοπών: «Τα 44 δισ. ευρώ είναι αδιαπραγμάτευτα».
Το κλίμα επιβαρύνθηκε περαιτέρω όταν ο Λομπάρντ, σε άλλη του συνέντευξη, άφησε να εννοηθεί ότι υπάρχει θεωρητικά κίνδυνος παρέμβασης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου: «Δεν μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι δεν υπάρχει κίνδυνος παρέμβασης του ΔΝΤ, εάν η κρίση ξεφύγει από τον έλεγχό μας».
Η δήλωση αυτή προκάλεσε έντονη ανησυχία στις αγορές, με τα γαλλικά ομόλογα να καταγράφουν άνοδο αποδόσεων σε επίπεδα κοντά στα υψηλότερα της Ευρωζώνης.
Αργότερα, ο υπουργός διευκρίνισε μέσω ανάρτησης ότι η Γαλλία «δεν απειλείται από το ΔΝΤ, την ΕΚΤ ή οποιονδήποτε άλλο διεθνή οργανισμό», επισημαίνοντας πως η χώρα εξακολουθεί να χρηματοδοτεί το χρέος της «χωρίς δυσκολία».
Η Γαλλία αντιμετωπίζει εδώ και χρόνια ένα αυξανόμενο δημοσιονομικό βάρος. Το έλλειμμα για το 2024 ανήλθε στα 168,6 δισ. ευρώ ή 5,8% του ΑΕΠ, επίπεδο υψηλότερο ακόμη και από χώρες όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ιταλία. Το δημόσιο χρέος ξεπέρασε τα 3,3 τρισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2025, αντιστοιχώντας σε πάνω από 114% του ΑΕΠ.
Ο Μπαϊρού έχει προειδοποιήσει ότι, εάν δεν ληφθούν μέτρα, οι πληρωμές για τόκους χρέους θα φτάσουν τα 100 δισ. ευρώ ετησίως έως το 2029, μετατρεπόμενες στη μεγαλύτερη δαπάνη του κρατικού προϋπολογισμού.
Η ανησυχία στις αγορές είναι διάχυτη. Η ING Bank, σε σημείωμά της, τόνισε ότι η πιθανή πτώση της κυβέρνησης «θα επιβαρύνει σημαντικά την οικονομία, που ήδη παρουσιάζει αναιμική ανάπτυξη μόλις 0,8% για το 2025».
Η αναλύτρια της ING, Σαρλότ ντε Μονπελιέ, έγραψε χαρακτηριστικά: «Η πολιτική αστάθεια στη Γαλλία μετατρέπεται σε οικονομική επιβάρυνση».
Αντίστοιχα, σημείωμα της Goldman Sachs προειδοποίησε: «Η κατάσταση υπενθυμίζει στους επενδυτές τη διαρκή ευαλωτότητα της Γαλλίας αλλά και της ίδιας της Ευρώπης, δεδομένων των εύθραυστων δημοσιονομικών ισορροπιών σε αρκετές οικονομίες».
Το σχέδιο περικοπών περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ακόμη και την κατάργηση δύο εθνικών αργιών, κάτι που έχει ξεσηκώσει έντονες αντιδράσεις στην κοινωνία.
Τα εργατικά συνδικάτα, με πρώτο τη μεγαλύτερη συνομοσπονδία CFDT, συνεδρίασαν την Τρίτη για να αποφασίσουν τις επόμενες κινήσεις τους. Στα κοινωνικά δίκτυα ήδη διακινείται κάλεσμα για πανεθνική απεργία και μποϊκοτάζ σε εργασία, σχολεία και καταστήματα στις 10 Σεπτεμβρίου, μια ημέρα μετά την ψήφο εμπιστοσύνης.
Σε ομιλία του στη CFDT, ο Μπαϊρού προσπάθησε να κατευνάσει τα πνεύματα: «Ζητώ από όλους να δουν το μέγεθος του προβλήματος. Χωρίς τις αλλαγές, κινδυνεύουμε να βυθιστούμε σε χάος».
Ο Λομπάρ προειδοποίησε: «Εάν δεν δράσουμε άμεσα, τα επιτόκια που θα πρέπει να πληρώνουμε στους επενδυτές για την αγορά του χρέους μας θα ξεπεράσουν σε δύο εβδομάδες εκείνα της Ιταλίας. Αν συμβεί αυτό, θα έχουμε πραγματικά πέσει στον πάτο της Ευρωπαϊκής Ένωσης».