Το αμερικανικό Κογκρέσο ενέκρινε την οριστική άρση των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί στη Συρία κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Μπασάρ αλ Άσαντ, ανοίγοντας τον δρόμο για νέες αμερικανικές επενδύσεις στη χώρα. Η απόφαση αυτή έρχεται μετά από σχεδόν δεκαπέντε χρόνια εμφυλίου πολέμου που έχει προκαλέσει εκτεταμένες καταστροφές στη Συρία.
Η ακύρωση του νόμου Caesar, που είχε τεθεί σε ισχύ το 2019 επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ, περιλήφθηκε στο πλαίσιο της εθνικής στρατηγικής για την άμυνα (NDAA) και εγκρίθηκε από τη Γερουσία με 77 ψήφους υπέρ και 20 κατά. Η Βουλή των Αντιπροσώπων είχε ήδη εγκρίνει το σχετικό κείμενο, το οποίο πλέον αναμένεται να επικυρωθεί από τον πρόεδρο των ΗΠΑ.
Η κυβέρνηση Τραμπ είχε δηλώσει πως υποστηρίζει την ακύρωση του συγκεκριμένου νόμου. Η εφαρμογή του είχε ήδη ανασταλεί δύο φορές για έξι μήνες, μετά από ανακοινώσεις περί άρσης των κυρώσεων προς τη Δαμασκό, σε μια προσπάθεια εξομάλυνσης των διμερών σχέσεων.
Ο επικεφαλής της συριακής διπλωματίας, Άσαντ ας Σιμπάνι, χαρακτήρισε μέσω X τη σχετική ψηφοφορία στη Γερουσία ως «άνοιγμα νέων οριζόντων για τη συνεργασία και την εταιρική σχέση ανάμεσα στη χώρα μας και στον υπόλοιπο κόσμο».
Ο νόμος Caesar είχε επιβάλει αυστηρές κυρώσεις στην κυβέρνηση Άσαντ, αποκλείοντας τη Δαμασκό από το διεθνές τραπεζικό σύστημα και αποτρέποντας συναλλαγές σε δολάρια ΗΠΑ. Παρότι η εφαρμογή του είχε ανασταλεί, αμερικανοί αξιωματούχοι είχαν εκφράσει ανησυχίες ότι, χωρίς την πλήρη ακύρωση, θα μπορούσε να πληγεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Σημαντικό γεγονός αποτέλεσε η συνάντηση του de facto ηγέτη της Συρίας, Άχμαντ ας Σάρα, με τον αμερικανό πρόεδρο Τραμπ στον Λευκό Οίκο στις 10 Νοεμβρίου. Ήταν η πρώτη επίσκεψη αρχηγού του συριακού κράτους στην αμερικανική προεδρία από το 1946, σηματοδοτώντας το τέλος της διεθνούς απομόνωσης της Δαμασκού.
Μετά από 13 χρόνια εμφυλίου, το νέο καθεστώς στη Δαμασκό αναζητά κεφάλαια για την ανοικοδόμηση, με το κόστος να εκτιμάται από την Παγκόσμια Τράπεζα ότι μπορεί να ξεπεράσει τα 216 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η δημοκρατική γερουσιάστρια Τζιν Σαχίν χαρακτήρισε την ακύρωση του νόμου ως «αποφασιστικό βήμα για να δοθεί στον συριακό λαό αληθινή ευκαιρία να προχωρήσει στην ανοικοδόμηση έπειτα από δεκαετίες αδιανόητων δεινών».