Δημόσιος υπάλληλος πλήρωσε πανάκριβα τον έλεγχο του Πόθεν Έσχες καθώς βρέθηκαν στους τραπεζικούς του λογαριασμούς, καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ την προέλευση των οποίων δεν μπόρεσε να δικαιολογήσει.
Από την υπηρεσία Πόθεν Έσχες, ο υπόχρεος παραπέμφθηκε στην ΑΑΔΕ και συγκεκριμένα στην τοπική ΔΟΥ, η οποία επιβεβαίωσε τα αποτελέσματα του ελέγχου και του καταλόγισε φόρους και πρόστιμα άνω των 50.000 ευρώ.
Ο φορολογούμενος άσκησε ενδικοφανή προσφυγή στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, η οποία ωστόσο την απέρριψε και επικύρωσε τα πρόστιμα που καταλογίστηκαν από την εφορία.
Η υπόθεση είναι ιδιαίτερα επίκαιρη καθώς στις 31 Οκτωβρίου λήγει η προθεσμία υποβολής των δηλώσεων Πόθεν Έσχες του έτους 2025 (φορολογικό έτος 2024) και όπως αποδεικνύεται σημασία δεν έχει μόνο η εμπρόθεσμη υποβολή τους καθώς καιροφυλακτούν πρόστιμα για τους εκπρόθεσμους, αλλά και η σωστή συμπλήρωσή τους.
Ο έλεγχος και τα πρόστιμα
Αφορμή του ελέγχου αποτέλεσε ο εντοπισμός από το τμήμα Επεξεργασίας και Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, στη δήλωση Πόθεν Έσχες του 2024, μεγάλων ποσών μεγάλων ποσών καταθέσεων στους τραπεζικούς του λογαριασμούς και ο φάκελος διαβιβάστηκε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. προκειμένου να διενεργηθεί έλεγχος φορολογίας εισοδήματος για τα φορολογικά έτη 2019, 2020 και 2021.
Ειδικότερα ο προσφεύγων κατά τα φορολογικά έτη 2019, 2020 και 2021, προέβη σε πιστώσεις στους τραπεζικούς του λογαριασμούς, συνολικού ποσού 26.752,88 ευρώ το φορολογικό έτος 2019, 43.431,76 ευρώ το φορολογικό έτος 2020 και 35.401,43 ευρώ το φορολογικό έτος 2021, για τις οποίες δεν κατέστη δυνατή η διακρίβωση της νομιμότητας της πηγής προέλευσής τους.
Το συνολικό ποσό των αδικαιολόγητων καταθέσεων ανήλθε σε 105.586,07 ευρώ και η εφορία καταλόγισε τα ανωτέρω ποσά, ως εισόδημα από αναιτιολόγητη προσαύξηση περιουσίας των αντίστοιχων ετών.
Ο ίδιος υποστήριξε πως τα ποσά που κατατέθηκαν την τριετία 2019 – 2021 προέρχονται από τραπεζικές αναλήψεις από τους λογαριασμούς του κατά τα προηγούμενα έτη και παράλληλα προέρχονται από μη αναλωθέν κεφάλαιο των προηγουμένων ετών.
Τόσο η ΔΟΥ όσο και η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών έκριναν πως οι πιστώσεις των 105.586,07 ευρώ συνιστούν αναιτιολόγητη προσαύξηση περιουσίας, σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία, καθώς:
- Ο φορολογούμενος ουδέποτε δήλωσε μετρητά διαθέσιμα εκτός τραπεζικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με την έκθεση ελέγχου δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και η μισθοδοσία του, ως δημοσίου υπαλλήλου, κατατίθεται στον τραπεζικό του λογαριασμό.
- Δεν επικαλείται συγκεκριμένες αναλήψεις προηγουμένων ετών, τα χρήματα των οποίων παρέμειναν διαθέσιμα σε μετρητά εκτός τραπεζικού συστήματος, ήτοι δεν αναλώθηκαν.
- Οι εν λόγω πιστώσεις πραγματοποιούνται σε κοντινά χρονικά διαστήματα, γεγονός που δεν συνάδει με την επανακατάθεση χρημάτων από προγενέστερες αναλήψεις και από διαθέσιμο υπόλοιπο προηγούμενων ετών.
- Στον πίνακα που προσκομίζει ο προσφεύγων για την ανάλωση κεφαλαίου, δεν αποτυπώνονται οι πραγματικές δαπάνες διαβίωσης, ώστε να αξιολογηθεί για τον σχηματισμό του πραγματικού διαθέσιμου κεφαλαίου προηγούμενων ετών, ούτε, αποτυπώνονται οι δηλωθείσες στον κωδικό 049 δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών και οι δηλωθείσες δαπάνες ενοικίων και εξόδων ιατρικής περίθαλψης.
Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του ότι οι υπό κρίση πιστώσεις αιτιολογούνται από αναλήψεις προηγούμενων ετών και από μη αναλωθέν διαθέσιμο κεφάλαιο, απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι και επικυρώθηκε ο συνολικός φόρος για τα τρία έτη ύψους 34.843,40 ευρώ και τα πρόστιμα συνολικού ύψους 17.421,71 ευρώ με αποτέλεσμα ο τελικός «λογαριασμός» να διαμορφωθεί σε 52.265,11 ευρώ, ποσό που ανέρχεται στο 49,5% του ποσού των καταθέσεων τις οποίες η εφορία χαρακτήρισε ως αδικαιολόγητες. Επί του ποσού αυτού, θα προστεθούν οι ανάλογες προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.
Τα πρόστιμα στις «ακάλυπτες» καταθέσεις
Τα ποσά που βρίσκονται στους τραπεζικούς λογαριασμούς και χαρακτηρίζονται ως προσαύξηση περιουσίας από άγνωστη αιτία φορολογούνται ως κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα και οι φόροι και τα πρόστιμα που επιβάλλονται είναι τα ακόλουθα:
- Το ποσό που δεν δικαιολογείται η απόκτησή του φορολογείται με συντελεστή 33% από το πρώτο ευρώ.
- Το ποσό του φόρου που προκύπτει προσαυξάνεται επιπλέον με πρόστιμο 50% λόγω «ανακρίβειας της υποβληθείσας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος».
- Αν το αδήλωτο εισόδημα αφορά στα φορολογικά έτη από 2012 έως και το 2023, τότε στο ποσό επιβάλλεται επιπλέον και ειδική εισφορά αλληλεγγύης.
- Στο συνολικό ποσό φόρου και προστίμου επιβάλλονται τόκοι εκπρόθεσμης καταβολής που ανέρχονται σε 0,73% μηνιαίως, με ημερομηνία έναρξης από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος της φοροδιαφυγής.