Ανησυχία προκαλούν οι καθυστερήσεις στη διαδικασία του φυσικού ελέγχου και του εκτελωνισμού εμπορευματοκιβωτίων, κυρίως στο 1ο Τελωνείο Πειραιά και στο Τελωνείο Δυτικής Αττικής (Ελευσίνα), σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Εμπορικών Αντιπροσώπων και Διανομέων Αθηνών.
Ο πρόεδρος του συνδέσμου, Κωνσταντίνος Παναγούλιας, επισημαίνει ότι το τελευταίο διάστημα παρατηρούνται σημαντικές καθυστερήσεις, οι οποίες δυσχεραίνουν τη λειτουργία των επιχειρήσεων και αυξάνουν το λειτουργικό τους κόστος.
Ο Σύνδεσμος δηλώνει τη στήριξή του στις κυβερνητικές προσπάθειες για την ενίσχυση του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου, την προστασία της αγοράς από αθέμιτο ανταγωνισμό και την είσπραξη δασμών μέσω της ψηφιοποίησης και του εκσυγχρονισμού των τελωνείων.
Ωστόσο, όπως σημειώνει, η μεταβατική περίοδος έχει οδηγήσει σε καθυστερήσεις που επηρεάζουν αρνητικά την επιχειρηματικότητα.
Ο Σύνδεσμος καλεί τους αρμόδιους φορείς, μεταξύ των οποίων τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκο Πιερρακάκη, τον υπουργό Ανάπτυξης Τάκη Θεοδωρικάκο και τον διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων Γιώργο Πιτσιλή, να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα.
- Στελέχωση των Τελωνειακών Ελεγκτικών Κέντρων με επαρκές προσωπικό και μείωση του κόστους αποθήκευσης στα σημεία διακίνησης εμπορευματοκιβωτίων.
- Καθορισμός μέγιστων χρόνων διεκπεραίωσης για τους φυσικούς ελέγχους και τον εκτελωνισμό, ώστε να διασφαλίζεται προβλεψιμότητα στον προγραμματισμό των επιχειρήσεων.
Επιπλέον, ο Σύνδεσμος υπογραμμίζει την ανάγκη επίλυσης δυσλειτουργιών που έχουν προκύψει από τις νέες ψηφιακές διαδικασίες, οι οποίες αντί να επιταχύνουν, έχουν προκαλέσει περαιτέρω καθυστερήσεις.
Προτείνεται η τοποθέτηση σταθερών ή εποχούμενων συσκευών ανίχνευσης εμπορευματοκιβωτίων με ακτίνες Χ στα λιμάνια, για ταχύτερους και ακριβέστερους ελέγχους.
Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο, μια τέτοια επένδυση θα ενισχύσει τη θέση της Ελλάδας ως εμπορικού και διαμετακομιστικού κόμβου και θα ωφελήσει την εθνική οικονομία.
Παράλληλα, προτείνεται όταν οι καθυστερήσεις οφείλονται σε τεχνικά ή λειτουργικά προβλήματα του συστήματος και επιφέρουν πρόσθετες χρεώσεις, αυτές να μην επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις αλλά τα τελωνεία.
Τέλος, τονίζεται η ανάγκη απαλλαγής των προϊόντων που χαρακτηρίζονται ως «δείγματα άνευ αξίας» από τελωνειακές διαδικασίες, έξοδα εκτελωνισμού και φορολογικές επιβαρύνσεις, καθώς το κόστος εκτελωνισμού συχνά υπερβαίνει την αξία των ίδιων των δειγμάτων.