Ο Αρχηγός του Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής, αντιναύαρχος Λ.Σ. Τρύφωνας Κοντιζάς, πραγματοποίησε ουσιαστική συνάντηση με τον δήμαρχο Αγίου Βασιλείου, Γιάννη Ταταράκη, στο Σπήλι.
Στη συζήτηση παρόντες ήταν επίσης ο λιμενάρχης Ρεθύμνου, πλωτάρχης Λ.Σ. Κυριάκος Παττακός, και ο αντιδήμαρχος Πολιτικής Προστασίας, Βαγγέλης Καπετανάκης.
Στο επίκεντρο της συνάντησης βρέθηκαν οι προκλήσεις που συνδέονται με τις διαρκώς αυξανόμενες μεταναστευτικές ροές στα νότια παράλια της Κρήτης, καθώς και η ιδιαίτερη σημασία του λιμανιού της Αγίας Γαλήνης, το οποίο αποτελεί τη μοναδική πύλη εισόδου στα χωρικά ύδατα του νομού Ρεθύμνου και υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Αγίου Βασιλείου.
Στη συζήτηση τέθηκαν ζητήματα που αφορούν την ενίσχυση των δομών επιτήρησης και της αυξημένης επιχειρησιακής ετοιμότητας, ενώ τονίστηκε η αξία της αδιάλειπτης και έμπρακτης συνεργασίας ανάμεσα στον Δήμο και το Λιμενικό Σώμα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του μεταναστευτικού φαινομένου.
Ο δήμαρχος Αγίου Βασιλείου εξέφρασε την εκτίμησή του για την παρουσία του αρχηγού του Λιμενικού, ευχαριστώντας τον για τη διαρκή και αποτελεσματική συνεργασία, καθώς και για την άμεση ανταπόκριση των στελεχών του Σώματος όποτε αυτό απαιτήθηκε. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στα πρόσφατα περιστατικά με τον αυξημένο αριθμό μεταναστών και την αποβίβασή τους στην Αγία Γαλήνη.
Ο δήμαρχος υπογράμμισε τη σημαντικότητα της συνεχούς υποστήριξης προς τον Λιμενικό Σταθμό και τους ανθρώπους που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, επισημαίνοντας την επιτακτική ανάγκη για ενίσχυση του σταθμού με επιπλέον προσωπικό, ιδιαίτερα κατά την θερινή περίοδο.
Παράλληλα, τόνισε τη δέσμευση του Δήμου να συνδράμει έμπρακτα στην ασφάλεια, την προστασία ανθρώπινων ζωών στη θάλασσα αλλά και στη διατήρηση της ευημερίας των τοπικών κοινοτήτων, των κατοίκων και των επισκεπτών.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης επιβεβαιώθηκε η διάθεση για περαιτέρω ενίσχυση της συνεργασίας ανάμεσα στους φορείς, με κοινό στόχο –όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε– την αποτελεσματική διαχείριση του σύνθετου ζητήματος της μετανάστευσης.
Η διαχείριση αυτή έχει ιδιαίτερα ανθρωπιστική διάσταση αλλά και εκτεταμένες συνέπειες για τις τοπικές κοινωνίες σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι δύο πλευρές δεσμεύτηκαν να διατηρήσουν την «αγαστή συνεργασία», με στόχο την αντιμετώπιση των προκλήσεων και τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στην ευρύτερη περιοχή.