Οι μεγάλες αλυσίδες ηλεκτρικών συσκευών στρέφονται πλέον σε λιγότερα αλλά μεγαλύτερα καταστήματα, καθώς η κερδοφορία τους συμπιέζεται ακόμα περισσότερο.
Παρά το γεγονός ότι οι τζίροι τους παραμένουν ιδιαίτερα υψηλοί, ξεπερνώντας τα 1,5 δισ. ευρώ το 2024 για τις τρεις κορυφαίες αλυσίδες, Κωτσόβολο, Πλαίσιο και Public, τα καθαρά κέρδη είναι περιορισμένα ή ακόμη και αρνητικά, οδηγώντας τις εταιρείες σε επαναπροσδιορισμό της στρατηγικής τους. Τα μικρότερα καταστήματα του δικτύου αποδεικνύονται λιγότερο αποδοτικά και συχνά λειτουργούν ως «βάρος» για την επίτευξη θετικών αποτελεσμάτων.
Ο ανταγωνισμός στις μεγάλες αλυσίδες λιανικής εντείνεται, καθώς απέναντί τους βρίσκονται πλέον μικρότερα καταστήματα που λειτουργούν αποκλειστικά μέσω marketplace. Με χαμηλά λειτουργικά κόστη, οι παίκτες αυτοί μπορούν να προσφέρουν προϊόντα σε σημαντικά χαμηλότερες τιμές, πιέζοντας τους παραδοσιακούς λιανέμπορους που ακολουθούν το πολυκαναλικό μοντέλο που παραμένει σε μεταβατική φάση.
Στελέχη της αγοράς υπογραμμίζουν ότι, αν και το e-commerce έχει εδραιωθεί, το φυσικό κατάστημα εξακολουθεί να αποτελεί βασικό σημείο αναφοράς για τον καταναλωτή. Η ανάγκη για άμεση ενημέρωση, προσωπική εξυπηρέτηση και πρόσθετες υπηρεσίες, όπως η απομάκρυνση μιας παλιάς συσκευής ή η παροχή εκτεταμένης εγγύησης, διασφαλίζουν τη διαρκή σημασία του φυσικού χώρου.
Γι αυτό και το μοντέλο των megastores κερδίζει έδαφος, προσφέροντας μεγαλύτερη ποικιλία προϊόντων, βελτιωμένες υπηρεσίες και καλύτερη εμπειρία για τον καταναλωτή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Public, η οποία έχει ήδη ξεκινήσει την αναδιάρθρωση του δικτύου της αυξάνοντας τα καταστήματα Public +home. Άλλες αλυσίδες ακολουθούν, όπως το Πλαίσιο που πρόσφατα εγκαινίασε ένα κατάστημα έκτασης 3.000 τμ κοντά στο ΔΑΑ «Ελ. Βενιζέλος».
Εκτοξεύτηκαν οι τζίροι, εξαιρετικά χαμηλή η κερδοφορία
Οι μεγάλες αλυσίδες, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούν να «παίξουν» εύκολα στο επίπεδο της τιμής, επιχειρούν να διαφοροποιηθούν με πακέτα συνδυαστικών προσφορών, ευέλικτες λύσεις πληρωμών και ενισχυμένες υπηρεσίες που αυξάνουν την αξία για τον πελάτη.
Η εξίσωση κερδοφορίας δείχνει ότι τα μικρά σημεία πώλησης αποδίδουν λιγότερο, μετατρέπονται σε «βαρίδια» και επιβαρύνουν τον ισολογισμό. Αντίθετα, τα megastores αναδεικνύονται σε στρατηγική επιλογή, προσφέροντας οικονομίες κλίμακας, ευρύτερη γκάμα προϊόντων και πιο ολοκληρωμένες υπηρεσίες.
Κωτσόβολος: Πρώτος παίκτης της αγοράς με διαφορά
Με ισχυρή επίδοση ολοκληρώθηκε το οκτάμηνο Μαΐου – Δεκεμβρίου 2024 για την Κωτσόβολος, από τη στιγμή που πέρασε υπό τον έλεγχο της ΔΕΗ, καταγράφοντας τζίρο 510 εκατ. ευρώ, που αν ετησιοποιηθεί θα έφτανε περίπου στα 765 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιπροσωπεύει μια αύξηση 7,6% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος που είχαν ανέλθει στα 711 εκατ. ευρώ. Ωστόσο στο οκτάμηνο τα κέρδη προ φόρων έφτασαν μόλις τις 615 χιλ. ευρώ.
Οι πωλήσεις από το δίκτυο καταστημάτων στο οκτάμηνο άγγιξαν τα 365,9 εκατ. ευρώ, οι ηλεκτρονικές συναλλαγές έφτασαν τα 37,3 εκατ. ευρώ, ενώ το franchise και το τηλεφωνικό κέντρο απέφεραν έσοδα 21,6 και 25,2 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Στην εγχώρια αγορά οι πωλήσεις ανήλθαν σε 493,29 εκατ. ευρώ, στηριζόμενες σε 83 εταιρικά και 14 καταστήματα franchise, ενώ στην Κύπρο τα έσοδα διαμορφώθηκαν σε 16,75 εκατ. ευρώ από τρία σημεία πώλησης σε Λευκωσία, Πάφο και Λεμεσό.
Η Κωτσόβολος διαθέτει σήμερα 97 καταστήματα σε Ελλάδα και Κύπρο εκ των οποίων τα 27 megastores. Επίσης, κατέχει πλέον και ένα πολυκαναλικό δίκτυο πωλήσεων που, εκτός από τα φυσικά καταστήματα, περιλαμβάνει call center και ένα επιτυχημένο e-shop.
Την περίοδο 2022-2023 η αλυσίδα καταστημάτων είχε καταγράψει κύκλο εργασιών ύψους 735,45 εκατ. ευρώ με τα καθαρά κέρδη να διαμορφώνονται στα 10,5 εκατ. ευρώ, ενώ την προηγούμενη χρονιά τα καθαρά κέρδη είχαν ανέλθει στα 13,06 εκατ. ευρώ με τον τζίρο να έχει διαμορφωθεί στα 664,42 εκατ. ευρώ.
Πλαίσιο: Ιστορικό ρεκόρ αλλά χαμηλότερα η κερδοφορία
Ο όμιλος Πλαίσιο είδε το 2024 να κλείνει με ιστορικό ρεκόρ του κύκλου εργασιών που αυξήθηκε κατά 2,4% έναντι του 2023 και ανήλθε στα 480,13 εκατ. ευρώ, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχαν επιδοτούμενα προγράμματα. Ωστόσο παρά την αύξηση των πωλήσεων η κερδοφορία παρέμεινε σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, αν και το μικτό κέρδος παρουσίασε μικρή άνοδο 3,2%, εξαιτίας των λειτουργικών εξόδων που αυξήθηκαν.
Ειδικότερα, τα κέρδη προ φόρων υποχώρησαν κατά 60,3% στα 2,459 εκατ. ευρώ για τον όμιλο και κατά 55,4% στα 2,914 εκατ. ευρώ για την εταιρεία, ενώ τα καθαρά κέρδη μετά φόρων μειώθηκαν ακόμα περισσότερο, φτάνοντας το 71,2% στα 1,282 εκατ. ευρώ για τον όμιλο και κατά 63,8% στα 1,738 εκατ. ευρώ για την εταιρεία.
Η αλυσίδα το 2024 διεύρυνε το δίκτυο των καταστημάτων με την προσθήκη δύο νέων, ανεβάζοντας τον συνολικό τους αριθμό στην Ελλάδα σε 26. Το Πλαίσιο βρέθηκε πλέον και στα Ιωάννινα, ενώ έθεσε σε λειτουργία το μεγαλύτερο κατάστημα που εκτείνεται σε 3.000 τ.μ. στο εμπορικό Πάρκο πλησίον του Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος».
Παραμένει σε ζημιές η Public
Ακόμα χαμηλότερα βρίσκεται η Public που παραμένει σταθερά στον δρόμο εκτός κερδοφορίας, αν και αυξάνονται οι ελπίδες πως σύντομα η αλυσίδα θα περάσει σε θετικό πρόσημο. Το 2024 ο κύκλος εργασιών της Public υποχώρησε κατά 6,1% και διαμορφώθηκε στα 483,35 εκατ. ευρώ από τα 514,82 που είχε κλείσει το 2023, με τον τζίρο να μειώνεται κυρίως επειδή, όπως αναφέρει η διοίκηση, απουσίαζαν το 2024 τα κυβερνητικά προγράμματα που είχαν ενισχύσει τα έσοδα την προηγούμενη χρονιά.
Συγκεκριμένα, το μικτό κέρδος αυξήθηκε κατά 1,6% την ίδια ώρα που μειώθηκαν κατά 4,9% οι λειτουργικές δαπάνες, με τα EBITDA να ενισχύονται κατά 85,5% καθώς διαμορφώθηκαν στα 22,96 εκατ. ευρώ έναντι των 12,37 εκατ. ευρώ το 2023 και το περιθώριο να διαμορφώνεται στα 4,7%. Το επαναλαμβανόμενο EBITDA ανήλθε στα 26,23 εκατ. ευρώ με το περιθώριο να αυξάνεται στο 5,4.
Οι ζημιές ωστόσο παρέμειναν με την Public να κλείνει με απώλειες περί τα 20 εκατ. ευρώ, που ήταν μειωμένες κατά 33,3% και σημαντικά χαμηλότερες από τα 61,9 εκατ. ευρώ το 2021 και τα 43,4 εκατ. ευρώ το 2022. Στο μεταξύ, η Public συνέχισε και το 2024 να συμψηφίζει φορολογικά ζημίες παρελθουσών χρήσεων. Συγκεκριμένα, στη χρήση 2024 συμψηφίστηκαν ζημίες ύψους 28,88 εκατ. ευρώ.