Έξι συγκεκριμένα συμπτώματα κατάθλιψης που εμφανίζονται στη μέση ηλικία συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο άνοιας σε μεταγενέστερα στάδια της ζωής, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του University College London (UCL).
Η κατάθλιψη στη μέση ηλικία έχει αναγνωριστεί ως παράγοντας κινδύνου για άνοια. Ωστόσο, νέα αποτελέσματα που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «The Lancet Psychiatry» δείχνουν ότι η συσχέτιση αυτή αφορά συγκεκριμένα συμπτώματα και όχι το σύνολο της κατάθλιψης.
Τα έξι συμπτώματα που εντοπίστηκαν είναι: απώλεια αυτοπεποίθησης, αδυναμία αντιμετώπισης προβλημάτων, έλλειψη ζεστασιάς και στοργής προς τους άλλους, διαρκές αίσθημα νευρικότητας και άγχους, δυσαρέσκεια για τον τρόπο εκτέλεσης των εργασιών και δυσκολίες συγκέντρωσης.
Οι επιστήμονες ανέλυσαν δεδομένα από 5.811 άτομα που συμμετείχαν στη μελέτη Whitehall II, η οποία ξεκίνησε το 1985 στη Βρετανία με χρηματοδότηση από το Συμβούλιο Ιατρικής Έρευνας και το Wellcome Trust.
Τα συμπτώματα κατάθλιψης αξιολογήθηκαν μεταξύ 1997-1999, όταν οι συμμετέχοντες ήταν 45-69 ετών, χωρίς διάγνωση άνοιας. Συμπλήρωσαν ερωτηματολόγιο με 30 κοινά συμπτώματα κατάθλιψης.
Η υγεία τους παρακολουθήθηκε για 25 χρόνια μέσω εθνικών μητρώων, με τις διαγνώσεις άνοιας να καταγράφονται έως το 2023. Στο διάστημα αυτό, το 10,1% των συμμετεχόντων εμφάνισε άνοια.
Η μακροχρόνια παρακολούθηση επέτρεψε τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ κατάθλιψης και άνοιας πριν την εμφάνιση νευροεκφυλιστικών αλλαγών.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι άτομα με κατάθλιψη (πέντε ή περισσότερα συμπτώματα) στη μέση ηλικία είχαν 27% υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης άνοιας. Ωστόσο, ο αυξημένος κίνδυνος αποδόθηκε αποκλειστικά στα έξι προαναφερθέντα συμπτώματα, ειδικά σε ενήλικες κάτω των 60 ετών.
Η απώλεια αυτοπεποίθησης και η δυσκολία αντιμετώπισης προβλημάτων συσχετίστηκαν με περίπου 50% αυξημένο κίνδυνο άνοιας το καθένα.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι τα συγκεκριμένα συμπτώματα οδηγούν σε χαμηλότερη κοινωνική συμμετοχή και περιορισμένες εμπειρίες γνωστικής διέγερσης, παράγοντες που επηρεάζουν το γνωστικό απόθεμα του εγκεφάλου.
Αντίθετα, συμπτώματα όπως προβλήματα ύπνου, αυτοκτονικός ιδεασμός ή κακή διάθεση δεν φάνηκαν να σχετίζονται σημαντικά με την άνοια μακροπρόθεσμα.
Η εστίαση στη θεραπεία των έξι αυτών συμπτωμάτων κατάθλιψης μπορεί να συμβάλλει στη μείωση του κινδύνου άνοιας, όπως επισημαίνουν οι συντάκτες της μελέτης, αν και απαιτείται περαιτέρω έρευνα.
Επιπλέον, διευκρινίζεται ότι το δείγμα της μελέτης Whitehall II αποτελείται κυρίως από άνδρες δημόσιους υπαλλήλους (72% άνδρες, 92% λευκοί), γεγονός που επιβάλλει τη διεξαγωγή μελετών και σε άλλους πληθυσμούς για να επιβεβαιωθούν τα ευρήματα.