Η ραγδαία εξάπλωση των εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης (AI) δημιουργεί υψηλές προσδοκίες για ενίσχυση της παραγωγικότητας στην Ευρώπη, η οποία τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει ανησυχητική στασιμότητα. Εάν η τεχνητή νοημοσύνη καταφέρει να επιταχύνει την αύξηση της παραγωγικότητας, θα προσφέρει σημαντική ώθηση στην ευρωπαϊκή οικονομία, που βρίσκεται αντιμέτωπη με σοβαρές προκλήσεις, όπως η ατελής ενοποίηση της ενιαίας αγοράς, η γήρανση του πληθυσμού, οι αυξημένες αμυντικές δαπάνες και η πράσινη μετάβαση.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν 1,5% μεταξύ 1999-2008. Την περίοδο 2010-2019 επιβραδύνθηκε στο 1,2%, ενώ την τελευταία πενταετία (2020-2024) υποχώρησε δραματικά στο 0,3%. Η παραγωγικότητα αποτελεί βασικό παράγοντα για το επίπεδο των μισθών και της συνολικής οικονομικής ανάπτυξης, επομένως η ανάκαμψή της θα μπορούσε να αποσυμπιέσει τις πιέσεις που αντιμετωπίζουν πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Το ίδιο διάστημα, το ΑΕΠ της ΕΕ αυξανόταν με μέσο ρυθμό 2% (1999-2008), 1,4% (2010-2019) και περίπου 1% την τελευταία πενταετία.
Η επίδραση της τεχνητής νοημοσύνης στην παραγωγικότητα έχει απασχολήσει διεθνείς οργανισμούς και αναλυτές. Πρόσφατα, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, σε ομιλία της με θέμα «Η δύναμη μετασχηματισμού της AI: Η ώρα της Ευρώπης να δράσει», αναφέρθηκε στη σημασία της τεχνολογίας αυτής για την ευρωπαϊκή οικονομία. Παράλληλα, ο ΟΟΣΑ στην εξαμηνιαία έκθεσή του (Economic Outlook) υπογράμμισε την ανάγκη για ένα ευέλικτο ρυθμιστικό πλαίσιο, τόσο για την αξιοποίηση της AI όσο και της ευρύτερης ψηφιοποίησης.
Το ΔΝΤ και η κ. Λαγκάρντ επισημαίνουν ότι τα οφέλη από την τεχνητή νοημοσύνη θα εξαρτηθούν από το πόσο γρήγορα η ΕΕ θα ολοκληρώσει την εσωτερική αγορά, υλοποιώντας πολιτικές που παραμένουν σε εκκρεμότητα, όπως η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης Κεφαλαιαγορών και μιας αποτελεσματικής αγοράς ενέργειας. Οι αδυναμίες της ευρωπαϊκής αγοράς αποτελούν βασικό ανασταλτικό παράγοντα για την παραγωγικότητα και την τεχνολογική πρόοδο. Μια ενιαία κεφαλαιαγορά θα διευκολύνει τις επενδύσεις σε νέες εφαρμογές και υποδομές data centers, ενώ η πρόσβαση σε φθηνή ενέργεια είναι κρίσιμη λόγω των αυξημένων ενεργειακών απαιτήσεων αυτών των υποδομών.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται και στο ρυθμιστικό πλαίσιο. Το ΔΝΤ επισημαίνει ότι πρέπει να επιτρέπει την υιοθέτηση της AI, λαμβάνοντας υπόψη ζητήματα προστασίας δεδομένων, ηθικής και ασφάλειας. Σε διαφορετική περίπτωση, η Ευρώπη κινδυνεύει να χάσει ακόμη και περιορισμένα οφέλη από την τεχνολογία τα επόμενα χρόνια. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, χωρίς ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, η συνολική αύξηση της παραγωγικότητας στην Ευρώπη θα κινηθεί σε χαμηλά επίπεδα (1,1% σωρευτικά στην επόμενη πενταετία). Αντίθετα, η προώθηση των μεταρρυθμίσεων μπορεί να αυξήσει το όφελος έως το 3% στην πενταετία, με ακόμη μεγαλύτερες προοπτικές στη συνέχεια. Τα μεγαλύτερα οφέλη αναμένονται για τις χώρες με υψηλότερο εισόδημα, καθώς διαθέτουν περισσότερους κλάδους που μπορούν να αξιοποιήσουν την AI και επιχειρήσεις με ισχυρό κίνητρο για μείωση του κόστους εργασίας.
Ρυθμιστικό πλαίσιο και προοπτικές
Ο ΟΟΣΑ θεωρεί πιθανή μια σημαντική βελτίωση της παραγωγικότητας από τη χρήση της AI, αν και η ακριβής έκτασή της παραμένει αντικείμενο συζήτησης. Αναφορικά με το ρυθμιστικό πλαίσιο στην ΕΕ, σημειώνεται ότι ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων (GDPR) ενίσχυσε την κυβερνοασφάλεια και απέτρεψε ζημιές έως 1,4 δισ. ευρώ, αλλά περιόρισε την επεξεργασία δεδομένων των ευρωπαϊκών εταιρειών κατά 15% σε σύγκριση με τις αμερικανικές.
Η κ. Λαγκάρντ παρουσίασε δύο σενάρια για την αύξηση της παραγωγικότητας: εάν η διάδοση της AI στην Ευρώπη ακολουθήσει τον ρυθμό εξάπλωσης του ηλεκτρισμού τη δεκαετία του 1920, η ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας μπορεί να είναι κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερη. Αν ακολουθήσει το παράδειγμα του ψηφιακού boom στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η αύξηση θα είναι της τάξης των 0,8 μονάδων, κάτι που θεωρείται επίσης σημαντικό δεδομένης της τρέχουσας κατάστασης στην Ευρώπη.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ επισήμανε ότι η Ευρώπη έχασε την ευκαιρία να ηγηθεί στην AI, με τις ΗΠΑ και την Κίνα να προηγούνται. Υπογράμμισε ότι η Ευρώπη δεν έχει την πολυτέλεια να επαναλάβει το λάθος της καθυστερημένης υιοθέτησης της ψηφιακής επανάστασης.
Ωστόσο, διατύπωσε μια αισιόδοξη προοπτική για την ήπειρο, σημειώνοντας πως «το θέμα κάθε άλλο παρά έχει κλείσει. Η Ευρώπη μπορεί να αναδυθεί ως μία ισχυρή δύναμη σε δεύτερο χρόνο, αν ενεργήσει αποφασιστικά». Ο στόχος, κατά την ίδια, δεν είναι να ξεπεραστούν τα κορυφαία μοντέλα AI, αλλά να εφαρμοστεί η τεχνολογία σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Εστιάζοντας στη γρήγορη υιοθέτηση και έξυπνη αξιοποίηση των υπαρχουσών τεχνολογιών, η Ευρώπη θα μπορούσε να μετατρέψει το μειονέκτημα της αργής εκκίνησης σε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Ενθαρρυντική είναι και η διαπίστωση ότι οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν ήδη δημιουργική AI σε βαθμό συγκρίσιμο με τις αμερικανικές.